Καρελία

Καρελία
(Kareliya). Αυτόνομη δημοκρατία (172.400 τ. χλμ., 756.400 κάτ. το 2002) της βορειοδυτικής Ρωσίας με πρωτεύουσα το Πετροζαβόσκ (Petrozavodsk, 282.100 κάτ. το 2000). Συνορεύει στα Δ με τη Φιλανδία και στα Β βρέχεται από τη Λευκή θάλασσα. Ιδρύθηκε στις 25 Ιουλίου 1923. Οι κάτοικοι είναι Καρέλιοι, Ρώσοι, Λευκορώσοι, Ουκρανοί κ.ά. Η δημοκρατία είναι πλούσια σε δάση και υδροηλεκτρική ενέργεια. Η βιομηχανία της στηρίζεται στην παραγωγή χαρτιού και οικοδομικού υλικού, ενώ διαθέτει επίσης αξιόλογη κτηνοτροφία και λαχανοκομία. Η πρωτεύουσα της Κ. είναι έδρα πανεπιστημίου. Η εκμετάλλευση του δασικού πλούτου είναι ο κύριος οικονομικός πόρος της Καρελίας, αυτόνομης δημοκρατίας της Ρωσίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Karelia — (engl., russ. für Karelien) ist Karelia (Suite), Suite von Jean Sibelius für Orchester op. 11 (1893) The Karelia, eine Band bei Drakkar Entertainment Karelia (Band), französische Heavy Metal Band Volkstheater Karelia in Petrosawodsk K 18 Karelia …   Deutsch Wikipedia

  • καρελιανός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Καρελία ή στους κατοίκους της («καρελιανή γλώσσα») …   Dictionary of Greek

  • Γουσταύος — (Gustaf).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος των βασιλιάδων της Σουηδίας Γκούσταφ. 1. Γ. A’ Έριξον Βάζα (Λίντχολμ 1495 – Στοκχόλμη 1560). Παραδόθηκε ως όμηρος στον Χριστιανό B’ της Δανίας κατά τη διάρκεια των αγώνων της χώρας του εναντίον του… …   Dictionary of Greek

  • Ουουσιμάα — Πόλη και λιμάνι της Φιλανδίας στην επαρχία Τουρκού Πόρι. Είναι γνωστή κυρίως από τη λεγόμενη ειρήνη του Νύστατ, που υπογράφτηκε εκεί μεταξύ Σουηδίας και Ρωσίας το 1721. Με βάση τους όρους της συνθήκης εκείνης παραχωρήθηκε στη Ρωσία το Βύμποργκ, η …   Dictionary of Greek

  • Σέντεργκραν, Εντίθ Ιρένε — (Södergran). Φιλανδέζα ποιήτρια που έγραψε στη σουηδική γλώσσα (Πετρούπολη 1892 Ραϊβόλα, Καρέλια 1923). Εξαιτίας μιας αρρώστιας, ήταν υποχρεωμένη να περνάει μακροχρόνιες περιόδους στο εξωτερικό. Η Σ. είναι η βασική εκπρόσωπος του μοντερνισμού στη …   Dictionary of Greek

  • Σιμπέλιους, Γιαν — (Sibelius). Φιλανδός συνθέτης (Ταβαστέχις 1865 Γαίρβενπαιαι, Ελσίνκι 1957). Εκδήλωσε το ενδιαφέρον του για τη μουσική μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (μουσικές βραδιές με τις αδελφές του), στα όρια του ευγενέστερου ερασιτεχνισμού, ενώ ακόμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”